- πολύγελως
- ὁ, ἡ, Ααυτός που γελά πολύ («σώφρονας... ἐκ πολυγέλων καὶ λάλων κατασκευάσαντες», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + γέλως (πρβλ. φιλό-γελως)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» … Dictionary of Greek
φιλοπολύγελως — και φιλοπουλύγελως, έλωτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τού αρέσει το γέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πολύγελως «αυτός που γελά πολύ»] … Dictionary of Greek